- ανεγκλιμάτιστος
- ος , ον неакклиматизировавшийся, не поддающийся акклиматизации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεγκλιμάτιστος — η, ο αυτός που δεν εγκλιματίστηκε ή που δεν μπορεί να εγκλιματιστεί σε μια χώρα, έναν τόπο: Μόλο που μένει αρκετό καιρό στη χώρα αυτή, είναι ακόμη ανεγκλιμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεγκλιμάτιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εγκλιματιστεί σ’ έναν τόπο ή περιβάλλον … Dictionary of Greek